- εξαναφανδόν
- ἐξαναφανδόν (Α) [εξαναφαίνω]επίρρ. ολοφάνερα, εντελώς φανερά («ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαναφανδόν — openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)